μαστιγούμενοι

μαστιγούμενοι
(flagellantes). Μέλη διάφορων αδελφοτήτων ή θρησκευτικών κινημάτων στη Δύση, οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Από τα κινήματα αυτά (τα μέλη των οποίων ονομάζονταν επίσης πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι) ιδιαίτερη σημασία είχε εκείνο που εμφανίστηκε την περίοδο 1259-60 υπό την ηγεσία του Ιταλού μυστικιστή Ρανιέρι Φαζάνι, το οποίο λεγόταν ότι αριθμούσε 10.000 πιστούς. Η πρακτική της μαστίγωσης που υιοθετήθηκε και από αδελφότητες που βρίσκονταν στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας, συνδέθηκε με κίνητρα κοινωνικής διαμαρτυρίας, ακόμα και αντιεκκλησιαστικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό οι μ. καταπολεμήθηκαν όχι μόνο από την κοσμική εξουσία για τον φιλειρηνισμό τους, αλλά και από την εκκλησιαστική, για τη βίαιη κριτική τους εναντίον της Εκκλησίας (το 1349, ο πάπας Κλήμης ΣΤ’ διέταξε τη σύλληψη και φυλάκισή τους). Το κίνημα των μ. διαδόθηκε στην Ιταλία (ιδιαίτερα στην Ουμβρία, στην Τοσκάνη και στην Εμιλία) καθώς και στην κεντροδυτική Ευρώπη και διατηρήθηκε έως τον 15o αι. Στους μεταγενέστερους χρόνους οι μ. εμφανίστηκαν στη Λισαβόνα το 1820, ενώ στο Κολοράντο και στο Νιου Μέξικο οι Ερμάνος Πενιτέντες (αίρεση των αυτόχθονων χριστιανών της Αμερικής) συνέχιζαν την πρακτική του μαστιγώματος έως τα τέλη του 19ου αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαστιγούμενοι — μαστῑγούμενοι , μαστιγόω whip pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) μαστῑγούμενοι , μαστιγόω whip pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”